αποσκελέτωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποσκελέτωση | οι | αποσκελετώσεις |
| γενική | της | αποσκελέτωσης* | των | αποσκελετώσεων |
| αιτιατική | την | αποσκελέτωση | τις | αποσκελετώσεις |
| κλητική | αποσκελέτωση | αποσκελετώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποσκελετώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποσκελέτωση < αποσκελετώνω + -ση
Μεταφράσεις
αποσκελέτωση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.