αποσιώπηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποσιώπηση οι αποσιωπήσεις
      γενική της αποσιώπησης* των αποσιωπήσεων
    αιτιατική την αποσιώπηση τις αποσιωπήσεις
     κλητική αποσιώπηση αποσιωπήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσιωπήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποσιώπηση < ελληνιστική κοινή ἀποσιώπησις < ἀποσιωπάω / ἀποσιωπῶ < αρχαία ελληνική ἀπό + σιωπάω / σιωπῶ < σιωπή

Ουσιαστικό

αποσιώπηση θηλυκό

  1. η ενέργεια του αποσιωπώ, η αποφυγή της αναφοράς σε κάτι ώστε να μην γνωστοποιηθεί
  2. (σχήμα λόγου) η χρήση των αποσιωπητικών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.