αποσιδήρωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποσιδήρωση οι αποσιδηρώσεις
      γενική της αποσιδήρωσης* των αποσιδηρώσεων
    αιτιατική την αποσιδήρωση τις αποσιδηρώσεις
     κλητική αποσιδήρωση αποσιδηρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσιδηρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποσιδήρωση < απο- + σιδήρωση

Ουσιαστικό

αποσιδήρωση θηλυκό

  • (ιατρική) η αφαίρεση της περίσσειας του αριθμού των ιχνοστοιχείων σιδήρου από το αίμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.