απολυτρωμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο απολυτρωμός οι απολυτρωμοί
      γενική του απολυτρωμού των απολυτρωμών
    αιτιατική τον απολυτρωμό τους απολυτρωμούς
     κλητική απολυτρωμέ απολυτρωμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απολυτρωμός < απολυτρώνω + -μός

Ουσιαστικό

απολυτρωμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.