απολακτίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απολακτίζω < αρχαία ελληνική ἀπολακτίζω
Ρήμα
απολακτίζω (παθητική φωνή: απολακτίζομαι)
Συγγενικά
- απολάκτιση
- → δείτε τη λέξη λακτίζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | απολακτίζω | απολάκτιζα | θα απολακτίζω | να απολακτίζω | απολακτίζοντας | |
| β' ενικ. | απολακτίζεις | απολάκτιζες | θα απολακτίζεις | να απολακτίζεις | απολάκτιζε | |
| γ' ενικ. | απολακτίζει | απολάκτιζε | θα απολακτίζει | να απολακτίζει | ||
| α' πληθ. | απολακτίζουμε | απολακτίζαμε | θα απολακτίζουμε | να απολακτίζουμε | ||
| β' πληθ. | απολακτίζετε | απολακτίζατε | θα απολακτίζετε | να απολακτίζετε | απολακτίζετε | |
| γ' πληθ. | απολακτίζουν(ε) | απολάκτιζαν απολακτίζαν(ε) |
θα απολακτίζουν(ε) | να απολακτίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | απολάκτισα | θα απολακτίσω | να απολακτίσω | απολακτίσει | ||
| β' ενικ. | απολάκτισες | θα απολακτίσεις | να απολακτίσεις | απολάκτισε | ||
| γ' ενικ. | απολάκτισε | θα απολακτίσει | να απολακτίσει | |||
| α' πληθ. | απολακτίσαμε | θα απολακτίσουμε | να απολακτίσουμε | |||
| β' πληθ. | απολακτίσατε | θα απολακτίσετε | να απολακτίσετε | απολακτίστε | ||
| γ' πληθ. | απολάκτισαν απολακτίσαν(ε) |
θα απολακτίσουν(ε) | να απολακτίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω απολακτίσει | είχα απολακτίσει | θα έχω απολακτίσει | να έχω απολακτίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις απολακτίσει | είχες απολακτίσει | θα έχεις απολακτίσει | να έχεις απολακτίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει απολακτίσει | είχε απολακτίσει | θα έχει απολακτίσει | να έχει απολακτίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε απολακτίσει | είχαμε απολακτίσει | θα έχουμε απολακτίσει | να έχουμε απολακτίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε απολακτίσει | είχατε απολακτίσει | θα έχετε απολακτίσει | να έχετε απολακτίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν απολακτίσει | είχαν απολακτίσει | θα έχουν απολακτίσει | να έχουν απολακτίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.