αποκρυσταλλοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποκρυσταλλοποίηση οι αποκρυσταλλοποιήσεις
      γενική της αποκρυσταλλοποίησης* των αποκρυσταλλοποιήσεων
    αιτιατική την αποκρυσταλλοποίηση τις αποκρυσταλλοποιήσεις
     κλητική αποκρυσταλλοποίηση αποκρυσταλλοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκρυσταλλοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποκρυσταλλοποίηση < αποκρυσταλλώνω + -ο- + -ποίηση

Ουσιαστικό

αποκρυσταλλοποίηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.