αποθαλασσιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποθαλασσιά | οι | αποθαλασσιές |
| γενική | της | αποθαλασσιάς | των | αποθαλασσιών |
| αιτιατική | την | αποθαλασσιά | τις | αποθαλασσιές |
| κλητική | αποθαλασσιά | αποθαλασσιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποθαλασσιά < μεσαιωνική ελληνική ἀποθαλασσία < ἀπό + αρχαία ελληνική θάλασσα
Ουσιαστικό
αποθαλασσιά θηλυκό
- (ναυτικός όρος) το καραντί
- Τὸ κῦμα ὑποκώφως ἐφλοίσβιζεν εἰς τὰ κράσπεδα τοῦ κρημνοῦ, καὶ ἀκούραστος βορρᾶς φυσῶν ἀπὸ προχθές, μαλακώσας τὴν ἑσπέραν ταύτην, ἐξήπλωνε τὲς ἀποθαλασσιές του ἕως τὸν μεσημβρινὸν τοῦτον μικρὸν λιμένα, ὁ παγκρατὴς χιονόμαλλος βασιλεὺς τοῦ χειμῶνος. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Της κοκόνας το σπίτι)
Μεταφράσεις
αποθαλασσιά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.