αποδιαφώτισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποδιαφώτισμα τα αποδιαφωτίσματα
      γενική του αποδιαφωτίσματος των αποδιαφωτισμάτων
    αιτιατική το αποδιαφώτισμα τα αποδιαφωτίσματα
     κλητική αποδιαφώτισμα αποδιαφωτίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποδιαφώτισμα < αποδιαφωτίζω + -μα

Ουσιαστικό

αποδιαφώτισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.