αποδιαφωτίζω
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
- αποδιαφώτισμα
- → δείτε τις λέξεις διαφωτίζω, φωτίζω και φως
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποδιαφωτίζω | αποδιαφώτιζα | θα αποδιαφωτίζω | να αποδιαφωτίζω | αποδιαφωτίζοντας | |
| β' ενικ. | αποδιαφωτίζεις | αποδιαφώτιζες | θα αποδιαφωτίζεις | να αποδιαφωτίζεις | αποδιαφώτιζε | |
| γ' ενικ. | αποδιαφωτίζει | αποδιαφώτιζε | θα αποδιαφωτίζει | να αποδιαφωτίζει | ||
| α' πληθ. | αποδιαφωτίζουμε | αποδιαφωτίζαμε | θα αποδιαφωτίζουμε | να αποδιαφωτίζουμε | ||
| β' πληθ. | αποδιαφωτίζετε | αποδιαφωτίζατε | θα αποδιαφωτίζετε | να αποδιαφωτίζετε | αποδιαφωτίζετε | |
| γ' πληθ. | αποδιαφωτίζουν(ε) | αποδιαφώτιζαν αποδιαφωτίζαν(ε) |
θα αποδιαφωτίζουν(ε) | να αποδιαφωτίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποδιαφώτισα | θα αποδιαφωτίσω | να αποδιαφωτίσω | αποδιαφωτίσει | ||
| β' ενικ. | αποδιαφώτισες | θα αποδιαφωτίσεις | να αποδιαφωτίσεις | αποδιαφώτισε | ||
| γ' ενικ. | αποδιαφώτισε | θα αποδιαφωτίσει | να αποδιαφωτίσει | |||
| α' πληθ. | αποδιαφωτίσαμε | θα αποδιαφωτίσουμε | να αποδιαφωτίσουμε | |||
| β' πληθ. | αποδιαφωτίσατε | θα αποδιαφωτίσετε | να αποδιαφωτίσετε | αποδιαφωτίστε | ||
| γ' πληθ. | αποδιαφώτισαν αποδιαφωτίσαν(ε) |
θα αποδιαφωτίσουν(ε) | να αποδιαφωτίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποδιαφωτίσει | είχα αποδιαφωτίσει | θα έχω αποδιαφωτίσει | να έχω αποδιαφωτίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποδιαφωτίσει | είχες αποδιαφωτίσει | θα έχεις αποδιαφωτίσει | να έχεις αποδιαφωτίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποδιαφωτίσει | είχε αποδιαφωτίσει | θα έχει αποδιαφωτίσει | να έχει αποδιαφωτίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποδιαφωτίσει | είχαμε αποδιαφωτίσει | θα έχουμε αποδιαφωτίσει | να έχουμε αποδιαφωτίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποδιαφωτίσει | είχατε αποδιαφωτίσει | θα έχετε αποδιαφωτίσει | να έχετε αποδιαφωτίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποδιαφωτίσει | είχαν αποδιαφωτίσει | θα έχουν αποδιαφωτίσει | να έχουν αποδιαφωτίσει |
| |
Μεταφράσεις
αποδιαφωτίζω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.