απλωσιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απλωσιά οι απλωσιές
      γενική της απλωσιάς των απλωσιών
    αιτιατική την απλωσιά τις απλωσιές
     κλητική απλωσιά απλωσιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απλωσιά < μεσαιωνική ελληνική ἁπλωσία < (ελληνιστική κοινή) ἅπλωσις

Ουσιαστικό

απλωσιά θηλυκό

  1. (οικείο) ανοιχτό και ευρύχωρο μέρος
      Ύπνος ιερός, λιονταρίσιος, / του γυρισμού, στη μεγάλη / της αμμουδιάς απλωσιά. / Στην καρδιά μου / τα βλέφαρά μου κλεισμένα· / και λάμπει, ωσάν ήλιος, βαθιά μου...
    Άγγελος Σικελιανός, Γυρισμός, 1907
  2. άπλα, ευρυχωρία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.