απλίκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απλίκα | οι | απλίκες |
| γενική | της | απλίκας | των | απλικών |
| αιτιατική | την | απλίκα | τις | απλίκες |
| κλητική | απλίκα | απλίκες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
Μια αναμμένη απλίκα.
Ετυμολογία
- απλίκα < (άμεσο δάνειο) γαλλική applique
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.