απεικόνισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | απεικόνισμα | τα | απεικονίσματα |
| γενική | του | απεικονίσματος | των | απεικονισμάτων |
| αιτιατική | το | απεικόνισμα | τα | απεικονίσματα |
| κλητική | απεικόνισμα | απεικονίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απεικόνισμα < (ελληνιστική κοινή) ἀπεικόνισμα
Μεταφράσεις
απεικόνισμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.