απανθράκωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απανθράκωση | οι | απανθρακώσεις |
| γενική | της | απανθράκωσης* | των | απανθρακώσεων |
| αιτιατική | την | απανθράκωση | τις | απανθρακώσεις |
| κλητική | απανθράκωση | απανθρακώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, απανθρακώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απανθράκωση < απανθρακώνω + -ση
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις απανθρακώνω και άνθρακας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.