απέρχομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απέρχομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπέρχομαι[1] < ἀπό + ἔρχομαι (απ- + έρχομαι)
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈpeɾ.xo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πέρ‐χο‐μαι
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Αναφορές
- απέρχομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.