απέρχομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απέρχομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπέρχομαι[1] < ἀπό + ἔρχομαι (απ- + έρχομαι)

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈpeɾ.xo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απέρχομαι

Ρήμα

απέρχομαι, πρτ.: απερχόμουν, στ.μέλλ.: θα απέλθω, αόρ.: απήλθα

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.