αξαδέρφισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αξαδέρφισσα οι αξαδέρφισσες
      γενική της αξαδέρφισσας των αξαδερφισσών
    αιτιατική την αξαδέρφισσα τις αξαδέρφισσες
     κλητική αξαδέρφισσα αξαδέρφισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αξαδέρφισσα < αξάδερφος + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

αξαδέρφισσα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.