ανόρυξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανόρυξη | οι | ανορύξεις |
| γενική | της | ανόρυξης* | των | ανορύξεων |
| αιτιατική | την | ανόρυξη | τις | ανορύξεις |
| κλητική | ανόρυξη | ανορύξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ανορύξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανόρυξη < (ελληνιστική κοινή) ἀνόρυξις < αρχαία ελληνική ἀνορύσσω / ἀνορύττω < ὀρύσσω / ὀρύττω
Ουσιαστικό
ανόρυξη θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.