αντιύλη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιύλη οι αντιύλες
      γενική της αντιύλης των αντιυλών
    αιτιατική την αντιύλη τις αντιύλες
     κλητική αντιύλη αντιύλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντιύλη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

αντιύλη θηλυκό

  1. μορφή της ύλης στην οποία κάθε στοιχειώδες αντισωματίδιο είναι ηλεκτρικά φορτισμένο αντίθετα από το ομόλογό του της συνηθισμένης ύλης
    το ποζιτρόνιο είναι στοιχειώδες αντισωματίδιο της αντιύλης και είναι φορτισμένο θετικά, ενώ το αντίστοιχό του ηλεκτρόνιο είναι αρνητικά φορτισμένο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.