αντιφυματικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντιφυματικό τα αντιφυματικά
      γενική του αντιφυματικού των αντιφυματικών
    αιτιατική το αντιφυματικό τα αντιφυματικά
     κλητική αντιφυματικό αντιφυματικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντιφυματικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντιφυματικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

Ουσιαστικό

αντιφυματικό ουδέτερο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αντιφυματικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.