αντιτάσσω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αντιτάσσω < αρχαία ελληνική ἀντιτάσσω < αντι- + τάσσω
Ρήμα
αντιτάσσω
- τοποθετώ, προβάλλω, παρατάσσω κάτι αντιμέτωπο σε κάτι άλλο
- Απέναντι στη βασίλισσά σου, θα αντιτάξω τον πύργο μου.
- αντιπαρατάσσω τις δυνάμεις μου (στράτευμα), απέναντι σε εχθρικές δυνάμεις
- Δεν είχε να αντιτάξει παρά μόνο έναν αποδεκατισμένο και εξαθλιωμένο λόχο.
- χρησιμοποιώ κάτι ή κάποιον ως μέσο άμυνας, αντιμετώπισης σε αντιπαράθεση
- Αντιτάσσω επιχειρήματα.
- αντιπροτείνω
- Του αντέταξε το ενδεχόμενο της ανακωχής.
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.