αντιπροσωπία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αντιπροσωπία | οι | αντιπροσωπίες |
| γενική | της | αντιπροσωπίας | των | αντιπροσωπιών |
| αιτιατική | την | αντιπροσωπία | τις | αντιπροσωπίες |
| κλητική | αντιπροσωπία | αντιπροσωπίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντιπροσωπία < αντιπρόσωπος + -ία
Ουσιαστικό
αντιπροσωπία θηλυκό
- άλλη γραφή του αντιπροσωπεία
- Τα σχέδια της ελληνικής κυβέρνησης στα μέτωπα μέτωπα των μεταρρυθμίσεων και της επανεκκίνησης της οικονομίας, αναφέρθηκαν στη συνάντηση που είχε σήμερα ο υπουργός Οικονομίας Ανάπτυξης και Τουρισμού με αντιπροσωπία από τις ΗΠΑ, με επικεφαλής τέσσερις γερουσιαστές του Δημοκρατικού Κόμματος, που επισκέφθηκε σήμερα το υπουργείο. (*)
Μεταφράσεις
αντιπροσωπία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.