αντιπάπας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντιπάπας οι αντιπάπες
      γενική του αντιπάπα των αντιπαπών
    αιτιατική τον αντιπάπα τους αντιπάπες
     κλητική αντιπάπα αντιπάπες
Κλίνεται όπως το πάπας. Δείτε και αντίπαπας.
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντιπάπας < αντίπαπας με μετάθεση τόνου, αντί- + πάπας

Ουσιαστικό

αντιπάπας αρσενικό, μόνο στον ενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.