αντιλέγω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αντιλέγω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀντιλέγω < ἀντί + λέγω

Προφορά

ΔΦΑ : /an.diˈle.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντιλέγω

Ρήμα

αντιλέγω, πρτ.: αντέλεγα, αόρ.: αντείπα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. διαφωνώ, εκφράζω αντιρρήσεις
  2. (παρωχημένο) αντιμιλώ
  3. (παρωχημένο, λόγιο) απαντώ, αποκρίνομαι

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις αντί και λέγω

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.