αντικομματισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αντικομματισμός | οι | αντικομματισμοί |
| γενική | του | αντικομματισμού | των | αντικομματισμών |
| αιτιατική | τον | αντικομματισμό | τους | αντικομματισμούς |
| κλητική | αντικομματισμέ | αντικομματισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντικομματισμός < αντι- + κομματισμός
Αντώνυμα
Συγγενικά
- αντικομματικά
- αντικομματικός
- → δείτε τις λέξεις κομματισμός, κόμμα και κόβω
Μεταφράσεις
αντικομματισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.