αντασφαλίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αντασφαλίστρια | οι | αντασφαλίστριες |
| γενική | της | αντασφαλίστριας | των | αντασφαλιστριών |
| αιτιατική | την | αντασφαλίστρια | τις | αντασφαλίστριες |
| κλητική | αντασφαλίστρια | αντασφαλίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντασφαλίστρια < αντασφαλιστής + -τρια
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αντασφαλιστής
αντασφαλίστρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.