αντίο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αντίο < (άμεσο δάνειο) ιταλική addio
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈdi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντί‐ο
Επιφώνημα
αντίο άκλιτο
- αποχαιρετιστήρια προσφώνηση που λέγεται όταν κάποιος φεύγει
- ↪ αντίο, θα συναντηθούμε σύντομα
- (μεταφορικά) λέγεται για κάτι που τελειώνει
- ↪ από αύριο, αντίο διακοπές!
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.