ανισονομία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανισονομία οι ανισονομίες
      γενική της ανισονομίας των ανισονομιών
    αιτιατική την ανισονομία τις ανισονομίες
     κλητική ανισονομία ανισονομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανισονομία < αν- + ισονομία. Αναλύεται και σε ανισο- + -νομία

Ουσιαστικό

ανισονομία[1] θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. λήγουν σε -ισονομία - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.