ανιμαλισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανιμαλισμός οι ανιμαλισμοί
      γενική του ανιμαλισμού των ανιμαλισμών
    αιτιατική τον ανιμαλισμό τους ανιμαλισμούς
     κλητική ανιμαλισμέ ανιμαλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανιμαλισμός < ... < λατινική animal

Ουσιαστικό

ανιμαλισμός αρσενικό

  1. (θρησκεία) ζωολατρία
  2. (βιολογία) (παρωχημένο)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.