ανθόνερο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ανθόνερο | τα | ανθόνερα |
| γενική | του | ανθόνερου | των | ανθόνερων |
| αιτιατική | το | ανθόνερο | τα | ανθόνερα |
| κλητική | ανθόνερο | ανθόνερα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ανθόνερο ουδέτερο
- νερό που περιέχει απόσταγμα λουλουδιών
- Ένας μεγαλοπαραγωγός του νησιού (ο καημένος ο Παχνός) μού έφερνε κάθε χρόνο δώρον μιά μποτίλια ανθόνερο και μιά ροδόσταμο (Γεώργιος Δροσίνης )
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.