ανθυπίατρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ανθυπίατρος | οι | ανθυπίατροι |
| γενική | του | ανθυπίατρου & ανθυπιάτρου |
των | ανθυπίατρων & ανθυπιάτρων |
| αιτιατική | τον | ανθυπίατρο | τους | ανθυπίατρους & ανθυπιάτρους |
| κλητική | ανθυπίατρε | ανθυπίατροι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ανθυπίατρος αρσενικό ή θηλυκό
- στρατιωτικός βαθμός του Υγειονομικού Σώματος του Ελληνικού Στρατού (ξηράς), αντίστοιχος του ανθυπολοχαγού
- υπίατρος (↑ανώτερος)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.