ανθράκωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανθράκωση οι ανθρακώσεις
      γενική της ανθράκωσης* των ανθρακώσεων
    αιτιατική την ανθράκωση τις ανθρακώσεις
     κλητική ανθράκωση ανθρακώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανθρακώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανθράκωση < (ελληνιστική κοινή) ἀνθράκωσις < αρχαία ελληνική ἀνθρακόομαι < ἄνθραξ

Ουσιαστικό

ανθράκωση θηλυκό

  1. η ανθρακοποίηση
  2. (ιατρική) ...
  3. (βοτανική) ...

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.