ανεμοθώρακας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ανεμοθώρακας | οι | ανεμοθώρακες |
| γενική | του | ανεμοθώρακα | των | ανεμοθωράκων |
| αιτιατική | τον | ανεμοθώρακα | τους | ανεμοθώρακες |
| κλητική | ανεμοθώρακα | ανεμοθώρακες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ανεμοθώρακας
|
→ δείτε τη λέξη αλεξήνεμο |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.