ανδροπρέπεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανδροπρέπεια | οι | ανδροπρέπειες |
| γενική | της | ανδροπρέπειας | των | ανδροπρεπειών |
| αιτιατική | την | ανδροπρέπεια | τις | ανδροπρέπειες |
| κλητική | ανδροπρέπεια | ανδροπρέπειες | ||
| Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανδροπρέπεια < (καθαρεύουσα) ἀνδροπρέπεια, ανδροπρεπ(ής) + -εια [1][2]
Αναφορές
- ανδροπρέπεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ανδροπρέπεια - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.