αναφώνηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναφώνηση | οι | αναφωνήσεις |
| γενική | της | αναφώνησης* | των | αναφωνήσεων |
| αιτιατική | την | αναφώνηση | τις | αναφωνήσεις |
| κλητική | αναφώνηση | αναφωνήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αναφωνήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναφώνηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
αναφώνηση θηλυκό
- λέξη ή φράση που λέγεται με δυνατή φωνή και μπορεί να εκφράζει έκπληξη, πόνο κλπ.
Μεταφράσεις
αναφώνηση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.