αναφωνήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αναφωνήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναφωνώ
  2. θα αναφωνήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναφωνώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αναφωνήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αναφώνηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.