ανατιμώμαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ανατιμώμαι | ανατιμόμουν | θα ανατιμώμαι | να ανατιμώμαι | ||
| β' ενικ. | ανατιμάσαι | ανατιμόσουν | θα ανατιμάσαι | να ανατιμάσαι | ||
| γ' ενικ. | ανατιμάται | ανατιμόταν | θα ανατιμάται | να ανατιμάται | ||
| α' πληθ. | ανατιμώμεθα - ανατιμόμαστε | ανατιμόμασταν | θα ανατιμώμεθα - ανατιμόμαστε | να ανατιμώμεθα - ανατιμόμαστε | ||
| β' πληθ. | ανατιμάσθε - ανατιμάστε | ανατιμόσασταν | θα ανατιμάσθε - ανατιμάστε | να ανατιμάσθε - ανατιμάστε | ανατιμάσθε - ανατιμάστε | |
| γ' πληθ. | ανατιμώνται | ανατιμόνταν - ανατιμόντουσαν | θα ανατιμώνται | να ανατιμώνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανατιμήθηκα | θα ανατιμηθώ | να ανατιμηθώ | ανατιμηθεί | ||
| β' ενικ. | ανατιμήθηκες | θα ανατιμηθείς | να ανατιμηθείς | ανατιμήσου | ||
| γ' ενικ. | ανατιμήθηκε | θα ανατιμηθεί | να ανατιμηθεί | |||
| α' πληθ. | ανατιμηθήκαμε | θα ανατιμηθούμε | να ανατιμηθούμε | |||
| β' πληθ. | ανατιμηθήκατε | θα ανατιμηθείτε | να ανατιμηθείτε | ανατιμηθείτε | ||
| γ' πληθ. | ανατιμήθηκαν ανατιμηθήκαν(ε) |
θα ανατιμηθούν(ε) | να ανατιμηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ανατιμηθεί | είχα ανατιμηθεί | θα έχω ανατιμηθεί | να έχω ανατιμηθεί | ανατιμημένος | |
| β' ενικ. | έχεις ανατιμηθεί | είχες ανατιμηθεί | θα έχεις ανατιμηθεί | να έχεις ανατιμηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ανατιμηθεί | είχε ανατιμηθεί | θα έχει ανατιμηθεί | να έχει ανατιμηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ανατιμηθεί | είχαμε ανατιμηθεί | θα έχουμε ανατιμηθεί | να έχουμε ανατιμηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ανατιμηθεί | είχατε ανατιμηθεί | θα έχετε ανατιμηθεί | να έχετε ανατιμηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ανατιμηθεί | είχαν ανατιμηθεί | θα έχουν ανατιμηθεί | να έχουν ανατιμηθεί | ||
Μεταφράσεις
ανατιμώμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.