αναστηλιώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναστηλιώνω < αναστηλώνω με... Διαφορετικό το αναστηλιώνω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /a.na.stiˈʎo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναστηλιώνω
ομόηχο: αναστυλιώνω

Ρήμα

αναστηλιώνω, αόρ.: αναστήλιωσα, παθ.φωνή: αναστηλιώνομαι

  • αναστελιώνω

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.