αναστυλιώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αναστυλιώνω < αναστυλώνω με... Διαφορετικό το αναστηλιώνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.na.stiˈʎo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐στυ‐λιώ‐νω
- ομόηχο: αναστηλιώνω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
αναστυλιώνω
|
→ δείτε τη λέξη αναστυλώνω |
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.