αναστέλλομαι

Ελληνικά (el)

Ετυμολογία
- αναστέλλομαι < παθητική φωνή του ρήματος αναστέλλω

Ρήμα
αναστέλλομαι , πρτ.: ανεστελλόμην αναστελλόμουν, στ.μέλλ.: θα ανασταλώ, αόρ.: ανεστάλην αναστάλθηκα, μτχ.π.π.: ανεσταλμένος
- διακόπτομαι, σταματώ ίσως προσωρινά ίσως και μονίμως, αναβάλλομαι μάλλον για πολύ, όμως δεν ακυρώνομαι επίσημα και οριστικά
![]()
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.