ανασκουμπώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανασκουμπώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ανασκουμπώνω < αρχαία ελληνική ἀνακομβόομαι

Ρήμα

ανασκουμπώνομαι, πρτ.: ανασκουμπωνόμουν, στ.μέλλ.: θα ανασκουμπωθώ, αόρ.: ανασκουμπώθηκα, μτχ.π.π.: ανασκουμπωμένος

  1. σηκώνω τα μανίκια ψηλά, για να κάνω μια δουλειά
  2. προετοιμάζομαι για να ξεκινήσω μια δουλειά που θα απαιτήσει χρόνο και προσπάθεια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.