ανασκαφέας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανασκαφέας οι ανασκαφείς
      γενική του ανασκαφέα των ανασκαφέων
    αιτιατική τον ανασκαφέα τους ανασκαφείς
     κλητική ανασκαφέα ανασκαφείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανασκαφέας < ανασκάπτω

Ουσιαστικό

ανασκαφέας αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.