ανασκαφέας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ανασκαφέας | οι | ανασκαφείς |
| γενική | του | ανασκαφέα | των | ανασκαφέων |
| αιτιατική | τον | ανασκαφέα | τους | ανασκαφείς |
| κλητική | ανασκαφέα | ανασκαφείς | ||
| Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανασκαφέας < ανασκάπτω
Ουσιαστικό
ανασκαφέας αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ο αρχαιολόγος που συμμετέχει σε αρχαιολογική ανασκαφή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.