αναρχοκουμούνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αναρχοκουμούνι | τα | αναρχοκουμούνια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | αναρχοκουμούνι | τα | αναρχοκουμούνια |
| κλητική | αναρχοκουμούνι | αναρχοκουμούνια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναρχοκουμούνι < αναρχ(ία) ή αναρχ(ικός) + -ο- + κουμούνι
Ουσιαστικό
αναρχοκουμούνι ουδέτερο
- (πολιτική, ανεπίσημο): ο κομουνιστής είτε υβριστικά, είτε που εκδηλώνει βίαιη συμπεριφορά, (συνηθέστερα σε προφορικό λόγο)
Μεταφράσεις
αναρχοκουμούνι
|
|
Πηγές
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.