αναρριχήτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναρριχήτρια οι αναρριχήτριες
      γενική της αναρριχήτριας των αναρριχητριών
    αιτιατική την αναρριχήτρια τις αναρριχήτριες
     κλητική αναρριχήτρια αναρριχήτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναρριχήτρια < αναρριχητής + -τρια

Ουσιαστικό

αναρριχήτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.