ανανδρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανανδρία οι ανανδρίες
      γενική της ανανδρίας
    αιτιατική την ανανδρία τις ανανδρίες
     κλητική ανανδρία ανανδρίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανανδρία < < αρχαία ελληνική ἀνανδρία < ἄνανδρος (που δεν ταιριάζει σε άντρα)

Ουσιαστικό

ανανδρία θηλυκό και αναντρία

  1. ενέργεια που δεν αρμόζει σε άντρα
  2. (κατ’ επέκταση) η έλλειψη ανδρείας, η λιποψυχία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.