ανανδρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανανδρία | οι | ανανδρίες |
| γενική | της | ανανδρίας | — | |
| αιτιατική | την | ανανδρία | τις | ανανδρίες |
| κλητική | ανανδρία | ανανδρίες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανανδρία < < αρχαία ελληνική ἀνανδρία < ἄνανδρος (που δεν ταιριάζει σε άντρα)
Ουσιαστικό
ανανδρία θηλυκό και αναντρία
- ενέργεια που δεν αρμόζει σε άντρα
- (κατ’ επέκταση) η έλλειψη ανδρείας, η λιποψυχία
Μεταφράσεις
ανανδρία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.