αναμεταξύ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αναμεταξύ < ἀναμεταξύ στην καθαρεύουσα και μεσαιωνική ελληνική και (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀνά και μεταξύ (μετά + ξύν)
Επίρρημα
αναμεταξύ
- (χρονικό) στο μεσοδιάστημα, εν τω μεταξύ, στο μεταξύ, από την πρώτη χρονική αναφορά μέχρι την επόμενη, από τότε μέχρι τώρα
- Αποφασίσαμε κατά τις 10 να πάμε για σουβλάκι και μπυρίτσες και τηλεφωνήσαμε στο Σάκη να έρθει κι όλο χαρά ετοιμαστήκαμε να φύγουμε, αλλά αναμεταξύ νά σου, γυρνάει σπίτι η γυναίκα μου και λέει "θα σας φτιάξω μια πίτσα να κάτσετε μέσα να μην ξοδεύεστε"
- (τοπική) μεταξύ δύο περιοχών (παρωχημένο)
- μεταξύ δύο παραγόντων, κυρίως ανθρώπων
- Ας τα βρούνε αναμεταξύ τους, μην ανακατεύεσαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.