αναλυτικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναλυτικότητα οι αναλυτικότητες
      γενική της αναλυτικότητας των αναλυτικοτήτων
    αιτιατική την αναλυτικότητα τις αναλυτικότητες
     κλητική αναλυτικότητα αναλυτικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναλυτικότητα < αναλυτικός + -ότητα

Ουσιαστικό

αναλυτικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.