αναλάμπων
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αναλάμπων < αναλάμπω
Επίθετο
αναλάμπων, -ουσα, -ον
- που λάμπει περιοδικά, σαν να αναβοσβήνει
- αναλάμπων φανός (του φάρου)
- που ξαναλάμπει, ξαναβρίσκει τη ζωηράδα του
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.