ανακρίτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανακρίτρια | οι | ανακρίτριες |
| γενική | της | ανακρίτριας | των | ανακριτριών |
| αιτιατική | την | ανακρίτρια | τις | ανακρίτριες |
| κλητική | ανακρίτρια | ανακρίτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ανακρίτρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.