ανακουφιστήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ανακουφιστήριο | τα | ανακουφιστήρια |
| γενική | του | ανακουφιστηρίου & ανακουφιστήριου |
των | ανακουφιστηρίων |
| αιτιατική | το | ανακουφιστήριο | τα | ανακουφιστήρια |
| κλητική | ανακουφιστήριο | ανακουφιστήρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανακουφιστήριο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀνακουφιστήριον < ἀνακουφ(ίζω) + -τήριον, λέξη πλασθείσα κατ' ευφημισμό, μαρτυρείται από το 1892 στον πληθυντικό αριθμό (ἀνακουφιστήρια) στην αθηναϊκή εφημερίδα Ἀκρόπολις[1]
Μεταφράσεις
ανακουφιστήριο
|
→ δείτε τη λέξη αποχωρητήριο |
Αναφορές
- σελ. 63, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
- ανακουφιστήριο - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ανακουφιστήριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.