αναθύμημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αναθύμημα τα αναθυμήματα
      γενική του αναθυμήματος των αναθυμημάτων
    αιτιατική το αναθύμημα τα αναθυμήματα
     κλητική αναθύμημα αναθυμήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναθύμημα < μεσαιωνική ελληνική ἀναθύμημα < μεσαιωνική ελληνική ἀναθυμῶ

Ουσιαστικό

αναθύμημα ουδέτερο

  1. η ανάμνηση, η ανάκληση κάποιου γεγονότος ή μιας κατάστασης στο νου από το παρελθόν
  2. το ενθύμιο, το αναμνηστικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.