αναδιοργάνωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναδιοργάνωση | οι | αναδιοργανώσεις |
| γενική | της | αναδιοργάνωσης* | των | αναδιοργανώσεων |
| αιτιατική | την | αναδιοργάνωση | τις | αναδιοργανώσεις |
| κλητική | αναδιοργάνωση | αναδιοργανώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αναδιοργανώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναδιοργάνωση < (καθαρεύουσα) αναδιοργάνωσις < αναδιοργανώνω + -σις
Μεταφράσεις
αναδιοργάνωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.